τορπίλα κ. τορπίλη, η, ουσ. [<γαλλ. torpille (= νάρκη)], η τορπίλη. 1. λόγος που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και κάνει μεγάλη εντύπωση ή δημιουργεί μεγάλη αναστάτωση με το περιεχόμενό του: «μόλις πέταξε την τορπίλα ο τάδε πως μέσα στο κόλπο των παράνομων προμηθειών ήταν κι ο διευθυντής, έγινε της κακομοίρας μέσα στην αίθουσα απ’ τις φωνές». 2. ύπουλη ενέργεια σε βάρος κάποιου, για να μην μπορέσει να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του: «δεν μπορεί να κάνει σωστά τη δουλειά του, γιατί δέχεται τορπίλες απ’ όλους»·
- αμολάω τορπίλα ή αμολάω την τορπίλα μου, λέω μεγάλη βλακεία, μεγάλη ανοησία: «ενώ εμείς μιλούσαμε σοβαρά, κάθε τόσο μας διέκοπτε ο τάδε κι αμολούσε την τορπίλα του!»·
- βάζω τορπίλα, βλ. λ. τορπιλίζω.